- θαυματούργημα
- το чудесное произведение, чудо искусства
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
θαυματούργημα — wonder work neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θαυματούργημα — το (Α θαυματούργημα) [θαυματουργώ] 1. έργο αξιοθαύμαστο, αριστούργημα 2. θαύμα … Dictionary of Greek
θαυματουργημάτων — θαυματούργημα wonder work neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θαυματουργήμασι — θαυματούργημα wonder work neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θαυματουργήμασιν — θαυματούργημα wonder work neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θαυματουργήματα — θαυματούργημα wonder work neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θαυματουργήματος — θαυματούργημα wonder work neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τέλεσμα — το, ΝΜΑ 1. (κατά το βυζαντινορρωμαϊκό δίκαιο) το τίμημα τού δικαιώματος επιφανείας (βλ. επιφάνεια) 2. στον πληθ. τα τελέσματα (κατά τους βυζαντινούς χρόνους) διάφορα έργα τέχνης που τά χρησιμοποιούσαν με μαγικό τρόπο, για να προστατεύουν τις… … Dictionary of Greek
ԶԱՐՄԱՆԱԳՈՐԾՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 1 0721 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c, 9c, 10c, 12c գ. θαυματουργία, θαυματούργημα, θαυματοποιΐα mirifica opera, miraculum, praestigiae Գործելն զզարմանալիս, կամ գործ զարմանալի. սքանչելագործութիւն, եւ սքանչելիք.… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
ՍՔԱՆՉԵԼԱԳՈՐԾՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 2 0767 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c, 8c, 11c գ. θαυματουργία, θαυματούργημα miraclorum patratio, miraculum. Գործելն զսքանչելիս. եւ Գործեալ սքանչելիքն. գործ սքանչելի. հրաշք. *Աղաչէին զնա՝ բազում յոյժ… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)